πτωχοῖς

πτωχοῖς
πτωχός
beggar
masc/neut dat pl
πτωχός
beggar
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Codex Guelferbytanus B — For the similarly named manuscript, see Codex Guelferbytanus A. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 026 …   Wikipedia

  • Anawim — Les Anawim sont les pauvres de Dieu . En hébreu, le singulier Anawah est utilisé par les prophètes (Sophonie, Amos), dans les Psaumes et par Marie dans le Magnificat : les pauvres de Dieu, c est à dire les « courbés », les petits,… …   Wikipédia en Français

  • ευαγγελίζομαι — (ΑΜ εὐαγγελίζομαι) [ευάγγελος] φέρνω καλές ειδήσεις, αναγγέλλω ευχάριστα νέα, δίνω χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», Αριστοφ.) αρχ. μσν. 1. κηρύσσω, διδάσκω το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… …   Dictionary of Greek

  • υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”